- ἀδελφότητος
- ἀδελφότηςbrotherhoodfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
братолюбиѥ — БРАТОЛЮБИ|Ѥ (42), ˫А с. 1.Любовь к брату: Прѣславьно прослави. божьствьна˫а благодать самобратьною ваю. ˫ако притъцю въ истиноу. братолюби˫а благочьсти˫а. Стих 1156 1163, 104 об.; оузрѣ желаѥмаго бра(т) своѥго бориса. и радовашесѩ с нимь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
братьство — БРАТЬСТВ|О (50), А с. 1.Кровное родство: и оунии блѩдѩхоу на стары˫а стары˫а (ж) оунѩхоусѩ на оуны˫а. тогда бо не имѩхоу вѣры дроугъ дроугу. ни надѣ˫ахутьсѩ о братьствѣ. Пал 1406, 50г. 2. Дружеская связь, товарищество: а мнѣ кнѩзю великому тобе… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Καισαριανή. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 9 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Εισοδίων της Θεοτόκου, Αναλήψεως (μετόχι μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους), Παμμεγίστων Ταξιαρχών (μετόχι… … Dictionary of Greek